- κολλῶντας
- κολλάωgluepres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατακολλώ — κατακολλῶ, άω (Α) 1. προσαρμόζω με κόλλα κάτι πάνω σε κάτι άλλο 2. διακοσμώ κολλώντας κάτι («θύρας χρυσῷ κατακολλᾱν») 3. συνάπτω … Dictionary of Greek
λιθοδόμος — (Lithodomus). Γένος διθύρων μαλακίων της οικογένειας των μυτιλιδών. Είναι γνωστό και με την ονομασία Lithophagus, καθώς και με την κοινή ονομασία χουρμάς της θάλασσας. Το σώμα του έχει μήκος 4 8 εκ. και περικλείεται σε δύο όμοια οστρακώδη… … Dictionary of Greek
ακτίνια — (actinia). Ατελέστατοι ζωικοί οργανισμοί του αθροίσματος των κοιλεντερωτών, που ζουν σε όλες σχεδόν τις θάλασσες και σε μεγάλα βάθη. Το σώμα τους παρουσιάζει μια κοιλότητα, που ονομάζεται γαστραγγειώδες σύστημα και χρησιμεύει στην εκτέλεση των… … Dictionary of Greek